- καθαγισμος
- καθαγισμόςκᾰθᾰγισμόςὅ погребальное жертвоприношение, тризна Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καθαγισμός — καθαγισμός, ὁ (Α) [καθαγίζω] 1. καθιέρωση, αφιέρωση προσφορών σε νεκρούς 2. συνεκδ. επικήδεια τελετή («τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν... ὁρᾱτε», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
καθαγισμός — funeral rites masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγισμούς — καθαγισμός funeral rites masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγισμῶν — καθαγισμός funeral rites masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)